τακτό

τακτό
(zaman) saptanmış, belirli

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κονιοποιώ — μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτο ποιώ, τακτο ποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • ορδινάριος — ὀρδινάριος, ὁ (ΑΜ) δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, αρχή που εκλεγόταν κανονικά κατά την έναρξη τού έτους και για τακτό χρονικό διάστημα (α. «ὀρδινάριος ἄρχων», Στέφ. διάκ. β. «ὀρδινάριοι ὕπατοι», Χρον. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius… …   Dictionary of Greek

  • πρόγραμμα — το, ΝΜΑ [προγράφω] νεοελλ. 1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» έντυπο που περιλαμβάνει γενικές… …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυσία — και χρεολυσία, η, ΝΑ [χρεωλυτῶ] πληρωμή χρέους νεοελλ. (νομ. οικον.) απόσβεση χρέους μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα και με ισόποσες δόσεις που καταβάλλονται σε ίσα χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”